- οικολόγος
- ο, η (Μ οἰκολόγος, ό)νεοελλ.1. μελετητής τής οικολογίας2. στον πληθ. οι οικολόγοιοπαδοί πολιτικής κίνησης με κύριο ενδιαφέρον την προστασία τού περιβάλλοντος και τών φυσικών πόρων από την αλόγιστη εκμετάλλευση και τη χρήση κερδοφόρων μορφών και μεθόδων τής προηγμένης τεχνολογίας, κυρίως τής πυρηνικήςμσν.ο επιμελητής τού οίκου.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -λόγος*. Η λ. ως όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. ecologist].
Dictionary of Greek. 2013.